- φυλίκη
- η / φιλύκη, ΝΑ, και φιλύκη Νβοτ. είδος θάμνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τον τ. φυλία* «είδος δένδρου», δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλυρέα — και φιλλυρέα, η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και… … Dictionary of Greek
φιλύκη — ἡ, Α βλ. φυλίκη … Dictionary of Greek
φυλία — και φυλλία, ἡ, Α ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ. β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ. γ. «φυλία εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ. δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον … Dictionary of Greek